ριτσινόλαδο

ριτσινόλαδο
το, Ν
βλ. ρετσινόλαδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρετσινόλαδο — και ριτσινόλαδο, το, Ν αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς τής ρετσινολαδιάς και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, καθώς και ως καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ριτσινόλαδο < ιταλ. ricino βλ. λ. ρίκινος) < λατ. ricinus «είδος φυτού» + λάδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”